- λιθοκέφαλος
- λιθοκέφαλος, -ον (Α)αυτός που έχει πέτρα μέσα στο κεφάλι («λιθοκέφαλος χρέμυς», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)-* + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βου-κέφαλος, κυνο-κέφαλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιθοκέφαλα — λιθοκέφαλος with a stone in its head neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) … Dictionary of Greek